- φιαλομαντεία
- ἡ, Αμαντεία με παρατήρηση σε φιάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + μαντεία (πρβλ. νεκρο-μαντεία), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τού φιλομαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιαλομαντείαν — φιαλομαντείᾱν , φιαλομαντεία divination by fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)